-
1 γύης
II a measure of land, rarely in sg., E.Heracl. 839, v.l. in S.Fr. 601; field, PTeb.105.15 (ii B. C.);γ. ἄνυδρος POxy. 918ii 10
(ii A. D.): more freq. in pl., lands,Σικελίας λευροὺς γύας A.Pr. 371
; ἀνηρότους γύας ib. 708;αὐτόσποροι γ. Id.Fr.196.5
;οἱ πλησίοι γ. S.OC58
, cf. Tab.Heracl.2.13.2 metaph. of a wife,ἀρώσιμοι γ. S.Ant. 569
.3 = ἀστραγάλων, σύνθεσις, Hsch.4 γύαι· ὁδοί, Id. (Fem. (cf. γύη· μέτρον πλέθρου, Hsch.), E.Hel.89, Ba.13 codd.: but τούς, τούσδε Elmsl.) -
2 λευρός
A smooth, level, even,λευρῷ ἐνὶ χώρῳ Od.7.123
, Orac. ap. Hdt.1.67; Σικελίας λευροὺς γύας A.l.c.; λ. οἶμος αἰθέρος ib. 396;ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ E.Hec. 700
(lyr.); πέδον, πέτρα, Id.Ph. 836, Ba. 982 (lyr.);ὁδοί Call.Aet.Oxy.2080.67
.III λευρᾶς σωφροσύνης· τελείας, καὶ ταπεινῆς, κοίλης, ὁμαλῆς, μὴ τραχείας, Hsch.
См. также в других словарях:
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek